- ναρδικός
- η , ό[ν] , νάρδινος, η , ο [ος , ον ] валерьяновый
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ναρδικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο φυτό νάρδος ή που προέρχεται από τη νάρδο («ναρδικό οξύ»). [ΕΤΥΜΟΛ. < νάρδος. Η λ. μαρτυρείται από το 1876 στον Θ. Αφεντούλη] … Dictionary of Greek
νάρδινος — η, ο (Α νάρδινος, ίνη, ον) [νάρδος] 1. ναρδικός, από νάρδο 2. φρ. «νάρδινο μύρο» ελαιώδης αρωματική ουσία που προέρχεται από τη νάρδο … Dictionary of Greek